λυσιτελῶ

λυσιτελῶ
λῡσιτελῶ , λυσιτελέω
indemnify for expenses incurred
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
λῡσιτελῶ , λυσιτελέω
indemnify for expenses incurred
pres ind act 1st sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • λυσιτελώ — (Α λυσιτελῶ, έω) [λυσιτελής] αποβαίνω ωφέλιμος, παρέχω κέρδος («οὔ φημ ἂν λυσιτελεῑν σφῷν [τοῡτο]», Αριστοφ.) αρχ. 1. αποζημιώνω για δαπάνη που έγινε ή πληρώνω τα οφειλόμενα 2. (συν. ως απρόσ.) λυσιτελεῑ μοι είναι καλύτερα για μένα, μέ συμφέρει 3 …   Dictionary of Greek

  • λυσιτελούντως — (Α) επίρρ. χρήσιμα, ωφέλιμα («λυσιτελούντως ἑαυτοῑς», Δίων Κάσσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λυσιτελῶν, οῦντος, μτχ. τού ρ. λυσιτελῶ] …   Dictionary of Greek

  • λύνω — και λύω και λυώ (AM λύω, Μ και λύνω και λυῶ) 1. ανοίγω ή χαλαρώνω κάτι δεμένο, αφαιρώ τους δεσμούς που συνέχουν ένα πράγμα, ξεδένω, ξελύνω, ξεζώνω, ξεκρεμώ (α. «δεν μπορώ να λύσω αυτόν τον κόμπο» β. «οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς λῡσαι τὸν ἱμάντα τῶν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”